Η χρυσοκεντητική είναι μια τέχνη που στην Ελλάδα σε απόλυτη ακμή έφτασε το 18ο αιώνα. Ενώ το κέντημα του μεταξιού και γενικά της απλής κλωστής περιορίζεται στο χώρο της οικοτεχνίας και παραμένει αποκλειστικά στα γυναικεία χέρια, η χρυσοκεντητική αναπτύσσεται σε τέχνη εργαστηριακή και κυρίως ανδρική.
H Συρμακέσικη χρυσοκεντητική είναι η λαμπρότερη μορφή της ελληνικής λαϊκής τέχνης, οι ρίζες της οποίας, αναγονται στο Βυζάντιο.
Οι συρμακέσηδες, όπως αποκαλούνταν, οι τεχνίτες - καλλιτέχνες της εποχής, ή αλλιώς "ζωγράφοι της βελόνας", αποτυπώνουν την ψυχή και την πίστη του λαού, στα ιερατικά άμφια και στα αυτοκρατορικά ενδύματα. Χρυσό σύρμα, διαμάντια, μαργαριτάρια και άλλοι πολύτιμοι λίθοι, τα ανεκτίμητης αξίας υλικά που χρησιμοποιούσαν, περνούσαν από την ιδιαιτέρως εύθραυστη βελόνα τους και αναμεμιγμένη με πολλές χιλιάδες ωρών εργασίας, μεταμόρφωναν το απλό ύφασμα σε αντικείμενο θαυμασμού και υψηλού κύρους. Είναι από τα λίγα, πραγματικά έργα τέχνης, που το πέρασμα των αιώνων, δεν κατάφερε να τα αλλοιώσει.
Χρυσοκεντημένα ιερατικά άμφια και αυτοκρατορικά ενδύματα, φυλάσσονται και διατηρούνται μέχρι και σήμερα σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο, καθώς και σε θησαυροφυλάκια, κυρίως ορθοδόξων μονών. Δυστυχώς όμως, σε αντίθεση με τα εκπληκτικά δημιουργήματα τους, οι καλλιτέχνες του χρυσού σύρματος, δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από το πέρασμα των χρόνων. Σιγά - σιγά οι συρμακέσηδες, κυρίως κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, άρχισαν να εγκαταλείπουν την χρυσοκεντητική.
Τα χρυσοκεντήματα, εκκλησιαστικά και κοσμικά, εκτελούνταν από τους τερζήδες ή καποτάδες και τους συρμακέσηδες. Οι τερζήδες και οι συρμακέσηδες, ήταν βιοτέχνες οργανωμένοι σε σινάφια με πολλά μέλη, που κατάγονταν κυρίως από ορεινές περιοχές, όπου, λόγω του άγονου εδάφους, οι κάτοικοι αναγκάζονταν να στραφούν προς τις τέχνες. Από τους δύο κλάδους επαγγελματιών ειδικευμένων στη χρυσοκεντητική, οι τερζήδες, συγχρόνως ράφτες και χρυσοκεντητές, υπήρξαν κυρίως πλανόδιοι τεχνίτες. Αντιθέτως, οι συρμακέσηδες (οι χρυσοκεντητές) δεν ήταν πλανόδιοι αλλά είχαν μόνιμα εργαστήρια όπου δούλευαν ειδικευμένοι τεχνίτες, άνδρες κυρίως αλλά και γυναίκες.
Οι τερζήδες κεντούσαν ένα σχέδιο πάνω σε χαρτί που ραβόταν πρόχειρα πάνω στο ύφασμα το οποίο επρόκειτο να κοσμηθεί. Το κέντημα γινόταν με το κάρφωμα, δηλαδή το στερέωμα με κρυφές μεταξωτές βελονιές ενός χρυσού ή αργυρού στριφτού κορδονιού το «τιρτίρι» και ακολουθούσε το περίγραμμα του σχεδίου. Όταν τέλειωνε το κέντημα, έβγαζαν το χαρτί και στην καλή όψη του υφάσματος έμενε ο χρυσός διάκοσμος. Με την τεχνική αυτή των τερζήδων είναι κεντημένα τα περισσότερα εξαρτήματα των ελληνικών εθνικών ενδυμασιών. Οι πιο ξακουστοί και περιζήτητοι για την τέχνη τους ήταν οι τερζήδες των Καλαρρυτών.
Οι συρμακέσηδες έκαναν τη δυσκολότερη δουλειά. Η δυσκολία της τεχνικής αυτής έγκειται στο ότι ο τεχνίτης δεν χρησιμοποιούσε στριφτό κορδόνι αλλά λεπτή χρυσή ή μεταξωτή κλωστή, την οποία, κάρφωνε με κρυφές βελονιές στην καλή όψη του υφάσματος, ακολουθώντας το περίγραμμα του σχεδίου. Κεντούσαν το διακοσμητικό θέμα με σουβλί και βελόνι χρησιμοποιώντας χρυσό σύρμα ή χρυσόνημα. Το σύρμα ήταν από ολοκάθαρο χρυσάφι ή ασήμι ελατό, δηλαδή μακρύ λεπτό εύκαμπτο έλασμα. Το χρυσόνημα ή τέλι ήταν σύρμα τυλιγμένο σε λεπτή κλωστή μεταξωτή ή βαμβακερή. Τα κεντήματα αυτά διακρίνονται για τη λεπτότατη επεξεργασία τους που δίνει στα διακοσμητικά θέματα επίπεδη, σχεδόν ζωγραφική επιφάνεια. Αργότερα, στα κοσμικά κυρίως έργα της τελευταίας περιόδου της χρυσοκεντητικής στην οποία ανήκουν τα συρμακέσικα της Ηπείρου, οι συρμακέσηδες χρησιμοποιούσαν φουσκώματα είτε από νήματα είτε από χαρτί που προσέδιδαν στο τελικό αποτέλεσμα ανάγλυφη όψη.
Ελάχιστοι συνέχισαν την σπάνια αυτή τέχνη. Οι ατελείωτες ώρες δουλειάς, το μεράκι τους και, ευτυχώς για την ελληνική μας παράδοση, τα έργα τους, όσα από αυτά έχουν διασωθεί, από τις καταστροφές και τις λεηλασίες, μπορούμε να τα θαυμάσουμε σε διάφορες μονές του Αγίου Όρους και στο Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, καθώς αποτελούν το πολυτιμότερο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και αντικείμενο μελέτης από τους ιστορικούς της τέχνης του παρόντος και φυσικά, του μέλλοντος.
Η βιομηχανοποίηση, η έλλειψη πόρων και οι ρυθμοί της ζωής του 19ου αιώνα, περιόρισαν την χρυσοκεντητική, η οποία πλέον αρκείται στη μίμηση ρωσικών και ρουμανικών μοτίβων που τραυματίζουν, ουσιαστικά, το καλό γούστο, αλλά και την ίδια την τέχνη. Όμως η ανάγκη να γίνουν προσιτά στους τεχνίτες και κυρίως στο κοινό, τα παλαιά αριστουργήματα, παραμένει.